- κάλλαιο(ν)
- το (AM κάλλαιον)νεοελλ.ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγαμσν.-αρχ.1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο2. το σαρκώδες υπορράμφιο τού πετεινού, κν. χαρχάλι3. τα φτερά τής ουράς τού πετεινού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κάλλος, ενώ η σύνδεση με τους τ. καλάινος, καλῶ δημιουργεί δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.